- παμψηφία
- η(σε ψηφοφορία) η συγκέντρωση όλων τών ψήφων, η παροχή τού συνόλου τών ψήφων υπέρ ενός προσώπου ή θέματος («η απόφαση ελήφθη με παμψηφία»).[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + -ψηφία (< -ψήφος < ψήφος), πρβλ. πλειο-ψηφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στον Χ. Παμπούκη].
Dictionary of Greek. 2013.